- ὑπαγορία
- ὑπαγορία· συμβουλία, Hsch. (Perh. [dialect] Dor. ὑπᾱ-, but found also asA gloss on μακρηγορία, Id.) [full] ὑπάγορον· κατὰ βίαν ὑπερήφανον, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπαγορία — ἡ, ΜΑ [ὑπαγορεύω] 1. υπαγόρευση 2. σύνταξη, σύνθεση μσν. ύφος αρχ. ερμηνεία, εξήγηση … Dictionary of Greek